- κιάλια
- τα бинокль;
βλέπω με κιάλια — смотреть в бинокль
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βλέπω με κιάλια — смотреть в бинокль
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κιάλι — το συν. στον πληθ. τα κιάλια 1. τηλεσκόπιο, διόπτρα και ειδικότερα οι στρατιωτικές ή ναυτικές διόπτρες 2. φρ. «ούτε με κιάλια δεν θα τό δεις...» δεν πρόκειται να πετύχεις τον σκοπό σου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. occhiali, πληθ. τού occhiale «οπτικός»] … Dictionary of Greek
γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… … Dictionary of Greek
δίοπτρα — Οπτικό όργανο το οποίο χρησιμοποιείται για την παρατήρηση αντικειμένων που βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση. Η δ. αποτελείται από έναν σωλήνα μεταβλητού μήκους, στο ένα άκρο του οποίου είναι στερεωμένοι δύο φακοί (ή συστήματα φακών): o… … Dictionary of Greek
διόπτρα — Οπτικό όργανο το οποίο χρησιμοποιείται για την παρατήρηση αντικειμένων που βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση. Η δ. αποτελείται από έναν σωλήνα μεταβλητού μήκους, στο ένα άκρο του οποίου είναι στερεωμένοι δύο φακοί (ή συστήματα φακών): o… … Dictionary of Greek
κιαλάρω — 1. βλέπω με κιάλια, παρατηρώ με διόπτρες κάτι που βρίσκεται μακριά 2. παρατηρώ κάτι με ενδιαφέρον («τήν κιαλάρει κάθε μέρα από το παράθυρο») 3. αντιλαμβάνομαι κάτι εξ αποστάσεως («τόν κιαλάρησε μόλις ξεπρόβαλε»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κιάλι + κατάλ. άρω… … Dictionary of Greek
Ιένα — (Jena). Πόλη (97.500 κάτ. το 1999) της Γερμανίας, στο κρατίδιο της Θουριγκίας. Είναι χτισμένη στις όχθες του πόταμου Ζάαλε. Είναι σημαντικός σιδηροδρομικός κόμβος και κέντρο βιομηχανίας οπτικών ειδών. Πιο συγκεκριμένα, στην Ι. υπάρχει ένα από τα… … Dictionary of Greek
Λε Μονιέ, Πιερ Σαρλ — (Pierre Charles Le Monnier, Παρίσι 1715 – Καλβαντός 1799). Γάλλος αστρονόμος και φυσικός, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Το 1734 υπέβαλε στη Γαλλική Ακαδημία περιγραφικό χάρτη της επιφάνειας της Σελήνης. Το 1736 εξελέγη ακαδημαϊκός και τον ίδιο … Dictionary of Greek
διόπτρα — η τα κιάλια, το φορητό τηλεσκόπιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κιάλι — το (λ. ιταλ.), διόπτρα: Βλέπει με τα κιάλια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κιαλάρω — κιάλαρα και κιαλάρισα, κιαλαρισμένος, βλέπω με τα κιάλια, παρατηρώ από μακριά: Κιάλαρε τις απέναντι θέσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)